- ρούπι
- το(λ. τουρκ.), το ένα όγδοο του πήχη ή τα 0,0825 του μέτρου. Φρ., «Δεν το κουνώ ρούπι».
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ρούπι — το, Ν 1. παλαιά μονάδα μήκους, το ένα όγδοο τού εμπορικού πήχη, που ισοδυναμούσε με 0,0825 μέτρα 2. φρ. «δεν τό κουνάει ρούπι» δεν μετακινείται από τη θέση του. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. rup] … Dictionary of Greek
λιχάς — I Μυθολογικό πρόσωπο. Κήρυκας του Ηρακλή, είναι γνωστός από το έργο του Σοφοκλή Τραχινίαι. Σύμφωνα με τη μυθολογική παράδοση, ο Ηρακλής, μετά την επιτυχία της εκστρατείας της Οιχαλίας, είχε φέρει σπίτι του αιχμάλωτη την πριγκίπισσα της Οιχαλίας,… … Dictionary of Greek
rup — RUP, rupi, s.m. (înv., sec. XVIII) Unitate de măsură a lungimii, egală cu o optime de cot (II.). (din tc. rub; cf. rubiá şi ngr. ρούπι, sp. arroba) Trimis de tavi, 13.09.2007. Sursa: DER rup ( pi), s … Dicționar Român